- φλικόρνο
- (Μουσ.). Πνευστό μουσικό όργανο που αποτελείται από χάλκινο σωλήνα με ελλειπτικές στροφές και κωνικό επιστόμιο, και εφοδιασμένο με τρία ή τέσσερα πιστόνια. Κατασκευάστηκε τον 19o αι. από τον Βέλγο φλαουτίστα Αντόλφ Σαξ, μετασκευάζοντας παλαιότερο όργανο, το οφικλείδιο. Τα φ. είναι πολλών τύπων, ώστε να αποτελούν ολόκληρη οικογένεια οργάνων. Το μόνο που χρησιμοποιείται σήμερα στα συμφωνικά συγκροτήματα είναι το τούμπα κοντραμπάσο, ενώ τα άλλα χρησιμοποιούνται μόνο στις μπάντες.
* * *το, Νμουσ. χάλκινο πνευστό όργανο που χρησιμοποιείται στις ευρωπαϊκές στρατιωτικές ορχήστρες.
Dictionary of Greek. 2013.